- τσάτσα
- και τσατσά, η, Ν1. θεία2. γιαγιά3. ειρων. χοντρή ηλικιωμένη γυναίκα.[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, ο τ. τσατσά έχει σχηματιστεί με επανάληψη τού τ. τσα (< θεια), κατά τα γιαγιά, μαμά, ενώ, κατ' άλλη άποψη, από το βουλγ. tsitsa «θεία», ενώ ο τ. τσάτσα με αναβιβασμό τού τόνου κατά το μάννα].
Dictionary of Greek. 2013.