τσάτσα

τσάτσα
και τσατσά, η, Ν
1. θεία
2. γιαγιά
3. ειρων. χοντρή ηλικιωμένη γυναίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, ο τ. τσατσά έχει σχηματιστεί με επανάληψη τού τ. τσα (< θεια), κατά τα γιαγιά, μαμά, ενώ, κατ' άλλη άποψη, από το βουλγ. tsitsa «θεία», ενώ ο τ. τσάτσα με αναβιβασμό τού τόνου κατά το μάννα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τσατσά — η, Ν 1. ιδιοκτήτρια πορνείου 2. προαγωγός νεαρών γυναικών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσάτσα (Ι) «θεία»] …   Dictionary of Greek

  • τσάτσος — ο, Ν 1. κόλακας, γλείφτης 2. χαφιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσάτσα / τσατσά με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

  • τσα-τσα — και τσατσά, το, Ν άκλ. χορός λατινοαμερικανικής προέλευσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμερικανοϊσπ. cha cha cha] …   Dictionary of Greek

  • Κεφαλληνός, Γιάννης — (Αλεξάνδρεια, Αίγυπτος 1894 – Αθήνα 1957). Ζωγράφος και χαράκτης. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της νεοελληνικής χαρακτικής. Σε ηλικία 19 ετών μετέβη στη Γάνδη του Βελγίου, ξεκινώντας σπουδές ζωγραφικής. Συνέχισε την… …   Dictionary of Greek

  • ţaţă — ŢÁŢĂ, ţaţe, s.f. 1. (pop.) Mătuşă. ♦ Termen de respect cu care cineva se adresează (la ţară) unei surori mai mari sau unei femei mai în vârstă; lele. 2. (pop.) Termen alinător dat de un bărbat femeii iubite; mândră. 3. (peior.) Epitet pentru o… …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”